- φωτοφάνια
- ἡ, Αβλ. φωτοφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοφάνεια — η, ΝΜΑ, και φωτοφάνια Α [φωτοφανής] εμφάνιση φωτός νεοελλ. οπτική ψευδαίσθηση, φωτοψία αρχ. εκκλ. 1. παρουσία Θεού 2. πνευματικός φωτισμός, μετάδοση θείας χάρης … Dictionary of Greek